- εκνεφίας
- ἐκνεφίας, ο (Α)1. θυελλώδης άνεμος που πίστευαν ότι προερχόταν από έκρηξη συναντώμενων νεφών2. φρ. α) «ἐκνεφίας ὄμβρος» — βροχή με ήλιοβ) «ἐκνεφίας ἥλιος» — συννεφόκαμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκνεφίας — ἐκνεφίᾱς , ἐκνεφίας a hurricane masc acc pl ἐκνεφίᾱς , ἐκνεφίας a hurricane masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκνεφίαι — ἐκνεφίας a hurricane masc nom/voc pl ἐκνεφίᾱͅ , ἐκνεφίας a hurricane masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκνεφιῶν — ἐκνεφίας a hurricane masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκνεφίου — ἐκνεφίας a hurricane masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκνεφίαν — ἐκνεφίᾱν , ἐκνεφίας a hurricane masc acc sg (attic epic doric aeolic) ἐκνεφίας a hurricane masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)